- τιθήνη
- και δωρ. τ. τιθήνα, ἡ, Α1. τροφός μικρού παιδιού, παραμάννα, βυζάστρα2. μητέρα3. φρ. α) «χιόνος τιθήνα»μτφ. το ηφαίστειο Αίτνα (Πίνδ.)β) «ἡ τῆς γενέσεως τιθήνη»μτφ. η γη (Πλάτ., Αριστοτ.)γ) «βίου τιθήνη»μτφ. το τραπέζι τού δείπνου (Τιμοκλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τι-θή-νη έχει σχηματιστεί με εκφραστικό διπλασιασμό τι- (πρβλ. τι-θασός) και επίθημα -νός, -νή (πρβλ. γαλαθη-νός), από το θ. θη- τού απαρμφ. θῆσθαι με σημ. «θηλάζειν» (πρβλ. θηλή, θῆλυς, βλ. λ. θήσαι). Η λ., ωστόσο, έλαβε γενικότερη σημ. και χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τη γυναίκα που ανατρέφει, που μεγαλώνει ένα παιδί και μετά τον απογαλακτισμό του (βλ. και λ. τίτθη)].
Dictionary of Greek. 2013.